- βένθος
- το биол бентос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βένθος — depth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… … Dictionary of Greek
βένθος — το αντίθ. το πλαγκτόν όνομα του συνόλου των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στο βυθό των θαλασσών και των λιμνών: Το βένθος παραμένει σχεδόν άγνωστο, παρ όλες τις επιστημονικές προόδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βένθει — βένθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βένθεϊ , βένθος depth neut dat sg (epic ionic) βένθος depth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθη — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βένθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθεα — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθεος — βένθος depth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθεσι — βένθος depth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθεσιν — βένθος depth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθεσσι — βένθος depth neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βένθεσσιν — βένθος depth neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)